- ἀμεταβλήτως
- ἀμετάβλητοςunchangeableadverbialἀμετάβλητοςunchangeablemasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμετάβλητος — η, ο (Α ἀμετάβλητος, ον) 1. αυτός που δεν μεταβλήθηκε ή δεν μπορεί να μεταβληθεί, αναλλοίωτος, σταθερός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀμετάβλητο(ν) αμεταβλησία, σταθερότητα αρχ. μσν. επίρρ. ἀμεταβλήτως και ἀμεταβλητί. [ΕΤΥΜΟΛ. ἀ στερ. + μεταβλητός] … Dictionary of Greek